- θερμοθεραπεία
- ηθεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στη χρησιμοποίηση τής θερμότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermotherapy < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + therapy (πρβλ. θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Παύλο Νιρβάνα στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.