θερμοθεραπεία

θερμοθεραπεία
η
θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στη χρησιμοποίηση τής θερμότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermotherapy < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + therapy (πρβλ. θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Παύλο Νιρβάνα στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θερμοθεραπεία — η (ιατρ.), θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στη χρησιμοποίηση της θερμότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”